λῃστοῦ

λῃστοῦ
ληιστής
masc gen sg
ληιστός
to be carried off as booty
masc/neut gen sg
λῃστής
robber
masc gen sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάτην — (ΑM μάτην, Α δωρ. τ. μάταν) επίρρ. 1. μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα (α. «ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν», Πίνδ. β. «τὰ μηδὲν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. φρ. «εις μάτην» ή «επί μάτην» μάταια, άδικα, ανώφελα, τού κάκου αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • Παπαρρηγόπουλος, Δημήτριος — (Αθήνα 1843 – 1873). Ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος του ιστορικού Κωνσταντίνου Π., θεωρείται από τους τυπικούς εκπρόσωπους της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής. Το πρώτο του δημοσίευμα τιτλοφορείται Σκέψεις ενός ληστού ή καταδίκη της κοινωνίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”